- ἔμφωτον
- ἔμφωτον, τό,A hollow of a cone, Hero *Stereom.1.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμφωτον — ἔμφωτον, το (AM) μσν. το εύρος, το διάστημα αρχ. 1. το κοίλο τού κώνου 2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα … Dictionary of Greek
ἔμφωτον — hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφώτου — ἔμφωτον hollow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)